- μακρυμάλλης
- -α, -ικο (Μ μακρυμάλλης, -α, -ικο)βλ. μακρομάλλης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μακρομάλλης — και μακρυμάλλης, α, ικο, θηλ. και μακρομαλλούσα και μακρομαλλού (Μ μακρυμάλλης) αυτός που έχει μακριά μαλλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + μάλλης (< μαλλί), πρβλ. ξανθο μάλλης, σγουρο μάλλης] … Dictionary of Greek
παράκομος — ον, Α αυτός που έχει μακριά μαλλιά, μακρυμάλλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + κομος (< κόμη «μαλλιά»), πρβλ. κατά κομος] … Dictionary of Greek
Ψαχνά — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ.), στην πρώην επαρχία Χαλκίδας, του νομού Ευβοίας. Βρίσκεται στα B της Χαλκίδας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (56 τ. χλμ.), στον οποίον ανήκουν το χωριό Μακρυμάλλη (υψόμ. 170 μ.) και η γυναικεία Μονή Μακρυμάλλης… … Dictionary of Greek